- πεμπτοετής
- -έςαυτός που βρίσκεται στο πέμπτο έτος («πεμπτοετής φοιτητής τής ιατρικής»).[ΕΤΥΜΟΛ. < πέμπτος + -ετής (< ἔτος), πρβλ. τριτο-ετής. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.